στριμούρα

στριμούρα
η, Ν
βλ. στρυμούρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στρυμούρα — και στριμούρα, η, Ν 1. στρύμωγμα 2. μτφ. παραξενιά, δυστροπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρυμ τού στρυμώχνω* + κατάλ. ούρα (πρβλ. κα ούρα, φαγούρα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”